- παμποίκιλοι
- παμποίκιλοςall-variegatedmasc nom/voc plπαμποίκιλοςall-variegatedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμποίκιλος — παμποίκιλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.) μσν. ο κάθε λογής αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής 2. (για πρόσ.) πολυμήχανος,… … Dictionary of Greek